- διβολίζω
- διβόλισα, διβολίστηκα, διβολισμένος, οργώνω για δεύτερη φορά: Διβολισμένο χωράφι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διβολίζω — σκάβω αγρό για δεύτερη φορά για να καταστραφούν τα ζιζάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) διβολώ* < δίβολος*] … Dictionary of Greek
διβόλισμα — το [διβολίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού διβολίζω, δευτέρωμα … Dictionary of Greek
αδιβόλιστος — η, ο [διβολίζω] (για χωράφι) αυτός που δεν οργώθηκε για δεύτερη φορά, που παραμένει με το πρώτο όργωμα … Dictionary of Greek
βωλοστροφώ — βωλοστροφῶ ( έω) (Μ) αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + στροφώ < στρόφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
δισκαφίζω — σκάβω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκάφω, διαλεκτ. τ. τού σκάπτω + ίζω] … Dictionary of Greek